Αρχαιολογικοί Χώροι

Φως της αλήθειας, μάρτυρας των καιρών, δάσκαλος της ζωής είναι η Ιστορία (Κικέρων, 106 – 43π.Χ.)

Ιστορία: Γνώση του παρελθόντος, ατομική και συλλογική μνήμη, κοινωνική ανάγκη και ένα «κτήμα εσαεί» να διδάσκει το παρελθόν και να προσανατολίζει το μέλλον.
Με αρχαιολογικούς χώρους – μνημεία αδιαμφισβήτητης πολιτιστικής σημασίας που φτάνουν μέχρι την Προϊστορική περίοδο, ο Δήμος Ηγουμενίτσας αποτελεί έναν ιστορικό προορισμό που περιμένει τον σύγχρονο Οδυσσέα να περιπλανηθεί και να τον ανακαλύψει.
Τόπος εγκατάστασης και πηγή έριδας ελληνικών φύλων, αλλά και ξένων επιδρομέων, η σπουδαιότητα της περιοχής αποτυπώνεται στους αρχαιολογικούς θησαυρούς που συγκεντρώνει. Ξεκινήστε την περιήγησή σας με μια επίσκεψη στο σύγχρονο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηγουμενίτσας (2009) και ανακαλύψτε τη διαχρονικότητα του αρχαιολογικού μας παρελθόντος. Η Ρωμαϊκή Έπαυλη στη θέση Ζάβαλι στο Λαδοχώρι, το Κάστρο Ηγουμενίτσας των ύστερων ρωμαϊκών χρόνων στο δασύλλιο της Ηγουμενίτσας, ο οικισμός της Λυγιάς, που ταυτίζεται με την Κερκυραϊκή Τορώνη και ο Πύργος Ραγίου της Οθωμανικής περιόδου, είναι μερικοί μόνο προορισμοί που ο επισκέπτης μπορεί να γνωρίσει σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων από την πόλη της Ηγουμενίτσας. Μην παραλείψετε να επισκεφτείτε τον Αρχαίο οικισμό Βραχωνά και τα ερείπια της προϊστορικής Ακρόπολης στα Σύβοτα, τον παράλιο οχυρωμένο οικισμό του Δυμόκαστρου στην Πέρδικα, πιθανή έδρα της Αρχαίας Ελίνας, το οθωμανικό Κάστρο Μαργαριτίου και την Αρχαία Ελεάτιδα με τους αρχαίους τάφους στο Μαργαρίτι και φυσικά την Αρχαία Φανοτή (Ντόλιανη), έδρα του θεσπρωτικού φύλου των Φανοτέων στον Παραπόταμο.
Αγαπητοί επισκέπτες,
Ο Δήμος Ηγουμενίτσας είναι ένας τόπος με μεγάλο ιστορικό ενδιαφέρον, που είμαστε σίγουροι ότι θα ανακαλύψετε σε μια επίσκεψη που θα σας μείνει αξέχαστη!

Ο αρχαιολογικός χώρος του Πύργου Ραγίου καταλαμβάνει την κορυφή λόφου στο μέσον του κάμπου Ραγίου-Κεστρίνης, κοντά στις παλαιές εκβολές του ποταμού Καλαμά. Η θέση παρουσιάζει διαχρονική χρήση από τη Μέση Παλαιολιθική περίοδο έως τους χρόνους της Οθωμανικής κυριαρχίας. Το οχυρό θεωρείται ότι αποτέλεσε τμήμα της «Κερκυραϊκής Περαίας», της στρατιωτικής βάσης που -σύμφωνα με τον ιστορικό Θουκυδίδη- ίδρυσαν οι Κερκυραίοι στις θεσπρωτικές ακτές, στις αρχές του Πελοποννησιακού Πολέμου.

Τον 5ο αι. π.Χ. ο λόφος οχυρώθηκε με ισχυρό ισοδομικό τείχος, το οποίο διατηρείται σήμερα σε ιδιαίτερα καλή κατάσταση, περικλείοντας μία έκταση τριών στρεμμάτων. Μικρό τμήμα στη δυτική πλευρά της οχύρωσης ακολουθεί το πολυγωνικό σύστημα τoιχοποιίας και αποδίδεται σε επεμβάσεις και ανακατασκευές κατά τους ύστερους κλασικούς και ελληνιστικούς χρόνους. Ορθογώνιοι πύργοι και θλάσεις ενίσχυαν την αμυντική ικανότητα του τείχους. Κατά την αρχαιότητα, η κύρια είσοδος της οχύρωσης βρισκόταν στη νότια πλευρά, ενώ υπήρχε και μία δεύτερη στενή πυλίδα στα βόρεια.

Λιγοστά είναι τα κατάλοιπα οικοδομημάτων των κλασικών ~ ελληνιστικών χρόνων στο εσωτερικό του οχυρού, λόγω του κατεξοχήν στρατιωτικού χαρακτήρα της θέσης. Ξεχωρίζουν μία εντυπωσιακού μεγέθους λαξευμένη στο βράχο δεξαμενή για τη συγκέντρωση των ομβρίων υδάτων και ένα ορθογώνιο λάξευμα σε έναν από τους προεξέχοντες βράχους -σήμερα γνωστό ως «θρόνος του Αγά»- του οποίου η χρήση και ο χρόνος κατασκευής παραμένουν άγνωστα.

Κατά την Οθωμανική περίοδο ο χώρος κατοικήθηκε συστηματικά. Την ίδια εποχή, επάνω στο βόρειο πύργο της αρχαίας οχύρωσης, κατασκευάστηκε ένα διώροφο κτίσμα, ο λεγόμενος Πύργος, στον οποίο οφείλεται και η σύγχρονη ονομασία της θέσης. Ο Πύργος ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο της «κούλιας» (“kula”) ιδιαίτερα διαδεδομένος στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο κατά την Oθωμανική περίοδο. Πρόκειται για κτίριο στρατιωτικού χαρακτήρα χωρίς θύρες ή άλλα ανοίγματα στο επίπεδο του ισογείου. Η μοναδική είσοδος βρισκόταν ψηλότερα και ήταν προσβάσιμη μέσω ξύλινης κινητής γέφυρας. Τα παράθυρα είναι μικρά και συναντώνται μόνο στους επάνω ορόφους. Η δυνατότητα άμυνας ενισχυόταν με πολεμίστρες στους τοίχους και μία καταχύστρα ή λαδορίχτη επάνω από την είσοδο.

Ο Πύργος της Οθωμανικής περιόδου έχει σήμερα αποκατασταθεί στην αρχική του μορφή και λειτουργεί ως εκθεσιακός χώρος.

* Τα κείμενα επιμελήθηκε η Εφορεία Αρχαιοτήτων Θεσπρωτίας

Pyrgos Ragiou

Στη θέση Τσιφλίκι, βόρεια του χωριού Παραπόταμος του Δήμου Ηγουμενίτσας, βρίσκεται χαμηλός τύμβος με αρχαίο νεκροταφείο. Τον τύμβο, ύψους 5μ., περιέβαλλε κυκλικός περίβολος, ίχνη του οποίου σώζονται κυρίως στο νοτιοδυτικό τμήμα της περιφέρειάς του. Σε όλη την έκταση του τύμβου έχουν αποκαλυφθεί συνολικά 88 τάφοι, κατά κύριο λόγο κιβωτιόσχημοι, ενώ υπήρχαν ακόμη επτά λακκοειδείς τάφοι και μία ταφή σε αγγείο (εγχυτρισμός). Ελάχιστες από τις ταφές περιείχαν κτερίσματα, κυρίως κοσμήματα και νομίσματα. Με βάση τα λιγοστά αυτά ευρήματα, η χρήση του νεκροταφείου φαίνεται ότι εκτεινόταν σε μία εξαιρετικά μακρά χρονική περίοδο από τα ελληνιστικά έως και τα μεταβυζαντινά χρόνια.

* Τα κείμενα επιμελήθηκε η Εφορεία Αρχαιοτήτων Θεσπρωτίας

Tymbos Parapotamou

Το Δ(η)υμόκαστρο, γνωστό και ως Ερημόκαστρο, Ελινόκαστρο ή Ελιμόκαστρο, είναι παράλιος οχυρωμένος οικισμός που ιδρύθηκε κατά το δεύτερο μισό του 4ου αι. π.Χ. στην κορυφή λόφου νότια του όρμου Καραβοστάσι της Πέρδικας. Ταυτίζεται πιθανώς με την αρχαία Ελίνα, έδρα του φύλου των Ελινών Θεσπρωτών, που κατοικούσαν στη σημερινή περιοχή Μαργαριτίου – Πλαταριάς – Πέρδικας. Ο οικισμός γνώρισε μεγάλη ακμή κατά την ελληνιστική περίοδο. Παρότι καταστράφηκε από τους Ρωμαίους το 167 π.Χ,. δεν εγκαταλείφθηκε, αλλά -λόγω της καίριας θέσης του για τον έλεγχο των θαλάσσιων οδών του Ιονίου- συνέχισε να κατοικείται μέχρι και τον 1ο αι. μ.Χ.

Το Δυμόκαστρο, συνολικής έκτασης 220 στρεμμάτων, αποτελείται από τρία διαδοχικά τμήματα κατά μήκος του λόφου, τα οποία ορίζονται από επάλληλους οχυρωματικούς περιβόλους με πύργους και θλάσεις στα πιο βατά σημεία τους. Την περίοδο ίδρυσής του, η κατοίκηση περιοριζόταν στις συμβατικά ονομαζόμενες «ακροπόλεις» Α και Β στο ανατολικό τμήμα του λόφου. Στη διάρκεια των ελληνιστικών χρόνων, η οχύρωση επεκτείνεται για να συμπεριλάβει και το δυτικό τμήμα («ακρόπολη» Γ) μέχρι την ακτή, όπου τοποθετείται το αρχαίο λιμάνι.

Ο οικισμός οργανώνεται με άξονα τη φυσική διαμόρφωση του εδάφους και όχι βάσει αυστηρού πολεοδομικού σχεδιασμού. Η χωροθέτηση των οικοδομημάτων δεν ακολουθεί ενιαίο σύστημα προσανατολισμού, ενώ τα ίδια τα κτίρια παρουσιάζουν σημαντικές διαφοροποιήσεις ως προς την κάτοψη, το μέγεθος, αλλά και τις κατασκευαστικές λεπτομέρειες. Εκτός από μεμονωμένες κατοικίες, περιλαμβάνει και πιο σύνθετα κτιριακά συγκροτήματα. Τρεις λαξευμένες στο βράχο κυκλικές δεξαμενές χρησίμευαν για τη συγκέντρωση των νερών της βροχής.

Στο Δυμόκαστρο δεν έχει εντοπισθεί σαφώς οριοθετημένος χώρος για τα δημόσια οικοδομήματα. Ωστόσο, σε διάφορα σημεία του οικισμού έχουν αποκαλυφθεί κτίρια που μπορούν να χαρακτηριστούν ως δημόσια, όπως ένα στωϊκό οικοδόμημα που προοριζόταν για τις εμπορικές δραστηριότητες των κατοίκων, καθώς και συγκρότημα δύο ορθογώνιων κτιρίων με λατρευτικό χαρακτήρα στην «ακρόπολη» Α και ιερό με τριμερή εσωτερική διαίρεση στην «ακρόπολη» Β. Το νεκροταφείο του οικισμού, στο οποίο ανήκει και ένας ταφικός τύμβος, βρίσκεται στους ανατολικούς πρόποδες του λόφου, εκτός των τειχών.

* Τα κείμενα επιμελήθηκε η Εφορεία Αρχαιοτήτων Θεσπρωτίας

Arxaia Elina

Το κάστρο της Ηγουμενίτσας είναι χτισμένο επάνω στον πευκόφυτο λόφο που δεσπόζει στην σύγχρονη πόλη στη θέση αρχαίου οχυρού, πιθανόν των ύστερων ρωμαϊκών χρόνων, το οποίο είναι κατά τόπους ορατό στα κατώτερα τμήματα της νότιας πλευράς των τειχών.

Τα τείχη έχουν δεχτεί επισκευαστικές επεμβάσεις σε διάφορες χρονικές περιόδους. Ο οχυρωματικός περίβολος στη σημερινή του μορφή είναι χτισμένος με αργολιθοδομή και ασβεστοκονίαμα ως συνδετικό υλικό και όλες οι πλευρές του ενισχύονται με ορθογώνιους πύργους που επικοινωνούν με το εσωτερικό του κάστρου μέσω τοξοτών πυλών. Η βορειανατολική πλευρά του έκλεινε με διατείχισμα και λειτουργούσε ως εσωτερική ακρόπολη. Η κύρια πύλη εισόδου στο κάστρο βρισκόταν πιθανότατα στην ανατολική πλευρά της οχύρωσης και προστατευόταν από δύο ορθογώνιους πύργους.

Το κάστρο συνδέεται με την ιστορία της Ηγουμενίτσας από τον 15ο αι. και εξής, όταν ο οικισμός αποτέλεσε εμπορικό σταθμό και ένα από τα προκεχωρημένα φυλάκια της Βενετίας στη δυτική Ελλάδα μέχρι τη οριστική κατάληψή της από τους Οθωμανούς το 1540. Το 1685 το τούρκικο πλέον οχυρό της Ηγουμενίτσας ανατινάχθηκε από τον βενετσιάνικο στόλο, με επικεφαλής το ναύαρχο Μοροζίνι, και έναν αιώνα αργότερα επισκευάστηκε μερικώς, μετά την κατάληψή του από τον Αλή Πασά των Ιωαννίνων.

* Τα κείμενα επιμελήθηκε η Εφορεία Αρχαιοτήτων Θεσπρωτίας

Kastro Hgoumenitsas

Στη νότια πλευρά του κόλπου της Ηγουμενίτσας, έχουν αποκαλυφθεί τα κατάλοιπα ρωμαϊκής έπαυλης. Πρόκειται για ένα ορθογώνιο κτίσμα με περιμετρικές πτέρυγες γύρω από τον κεντρικό στεγασμένο χώρο. Οι τοίχοι του σώζονται σε επίπεδο θεμελίωσης, ενώ από την ανωδομή διατηρούνται ελάχιστα τμήματα στο νότιο και ανατολικό τμήμα. Ορισμένα δωμάτια είχαν εργαστηριακό χαρακτήρα, ενώ κάποια άλλα εξυπηρετούσαν ανάγκες διαμονής και είχαν -κατεστραμμένα σήμερα- ψηφιδωτά δάπεδα.

Στα δυτικά του κτιρίου έχει ανασκαφεί ταφικός θάλαμος, στο εσωτερικό του οποίου εντοπίστηκαν τμήματα τριών μαρμάρινων σαρκοφάγων, που χρονολογούνται από τις αρχές του 2ου ως τις αρχές του 3ου αι. μ.Χ. Η καλύτερα διατηρημένη, η οποία εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων,- απεικονίζει σκηνές από τον Τρωικό κύκλο, ενώ το κάλυμμα μίας από τις σαρκοφάγους που εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηγουμενίτσας απεικονίζει την ολόγλυφη ανακεκλιμένη μορφή του νεαρού νεκρού Αντωνίου και φέρει επιγραφή στην ελληνική γλώσσα με το όνομα και την ηλικία του.

* Τα κείμενα επιμελήθηκε η Εφορεία Αρχαιοτήτων Θεσπρωτίας

Romaiki Epavli

Ο οχυρωμένος οικισμός της Λυγιάς εκτείνεται στο ανατολικό τμήμα της ομώνυμης χερσονήσου του Δήμου Ηγουμενίτσας, στην περιοχή των παλαιών εκβολών του ποταμού Καλαμά. Ταυτίζεται πιθανότατα με την αρχαία πόλη Τορώνη, τμήμα της «Κερκυραϊκής Περαίας», της εκτεταμένης αποικίας που, σύμφωνα με το Θουκιδίδη, ίδρυσαν οι Κερκυραίοι κατά την κλασική περίοδο στις θεσπρωτικές ακτές. Αποτελείται από τρία διαδοχικά οχυρωμένα τμήματα, που ονομάζονται συμβατικά «Κάστρα» Α, Β και Γ και περιβάλλονται από ισχυρές ισοδομικές -ως επί το πλείστον- οχυρώσεις του 5ου και πρώιμου 4ου αι. π.Χ. Τμήματά τους πιθανότατα επισκευάστηκαν ή ανακατασκευάστηκαν κατά την ύστερη κλασική και ελληνιστική εποχή, ενώ υπάρχουν και κάποιες επεμβάσεις των ρωμαϊκών, πιθανόν, χρόνων. Εκτός από τις οχυρώσεις, ελάχιστες πληροφορίες έχουμε για την πολεοδομική οργάνωση του οικισμού, λόγω της απουσίας οποιασδήποτε έρευνας στα λιγοστά και αταύτιστα κτιριακά κατάλοιπα που είναι σήμερα ορατά στο χώρο.

Το «Κάστρο» Α είναι το ανατολικότερο και μικρότερο σε έκταση από τα τρία κάστρα του οικισμού. Το τείχος που το περιβάλλει ενισχύεται από ημικυκλικούς ή ορθογώνιους πύργους και από ένα προτείχισμα στα δυτικά. Διέθετε τέσσερις πύλες, εκ των οποίων η κύρια πύλη βρίσκεται στα ανατολικά, μεταξύ ενός ορθογώνιου και ενός ημικυκλικού πύργου, και ήταν πιθανόν τοξωτή. Στο εσωτερικό του τείχους είναι σήμερα ορατά διάσπαρτα οικιστικά κατάλοιπα και μία κεντρική οδική αρτηρία, πλάτους 5 μ. η οποία διέσχιζε τον οικισμό από τα ανατολικά στα δυτικά.

Η οχύρωση του «Κάστρου» Β στα δυτικά του Κάστρου Α ενισχύεται από θλάσεις και από ορθογώνιους και ημικυκλικούς πύργους. Στα νότια ενδέχεται να ανοιγόταν μια πύλη, που οδηγούσε στην ακτή, ενώ στην ανατολική πλευρά του διαπιστώνεται ανακατασκευή πιθανόν της ύστερης αρχαιότητας.

Το τείχος του δυτικότερου «Κάστρου» Γ είναι πρόχειρης κατασκευής και διασώζεται σε εξαιρετικά αποσπασματική κατάσταση. Στο εσωτερικό του απουσιάζουν σχεδόν τα κτιριακά κατάλοιπα. Τμήμα ισοδομικού τοίχου σε έναν από τους όρμους βόρεια της οχύρωσης ανήκε πιθανότατα σε λιμενικές εγκαταστάσεις.

* Τα κείμενα επιμελήθηκε η Εφορεία Αρχαιοτήτων Θεσπρωτίας

Lygia

Το νεκροταφείο κοντά στο σύγχρονο οικισμό της Μαζαρακιάς αποτελεί μοναδική γνωστή περίπτωση οργανωμένου και εκτεταμένου νεκροταφείου της ρωμαϊκής περιόδου στη Θεσπρωτία. Συνολικά έχουν ερευνηθεί περίπου 200 τάφοι, διαφόρων κατηγοριών: κεραμοσκεπείς, λακκοειδείς και κτιστοί καθώς και κτιστά ταφικά μνημεία, που χρονολογούνται από τα τέλη του 1ου αι. π.Χ. έως και τις αρχές σχεδόν του 3ου αι. μ.Χ.

Στο νεκροταφείο έχουν χρησιμοποιηθεί όλα τα είδη ταφικών πρακτικών, καύση των νεκρών, ενταφιασμοί και εγχυτρισμοί σε αγγεία, με τις καύσεις να υπερτερούν αριθμητικά των υπολοίπων πρακτικών. Λίθινα σήματα, κιονίσκοι και επιτύμβιες στήλες είχαν τοποθετηθεί για τη σήμανση των τάφων. Οι νεκροί συνοδεύονταν στην τελευταία τους κατοικία από διάφορα αντικείμενα, πολλά από τα οποία εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηγουμενίτσας, όπως επιτραπέζια αγγεία και αγγεία πόσεως, λυχνάρια, πήλινα και γυάλινα μυροδοχεία, κοσμήματα, αντικείμενα που συνδέονται με την επαγγελματική του δραστηριότητα και χάλκινα νομίσματα.

* Τα κείμενα επιμελήθηκε η Εφορεία Αρχαιοτήτων Θεσπρωτίας

Romaiko Nekrotafio

Το συγκρότημα υδρόμυλων του Μαργαρίτιου αποτελείται από δύο διαδοχικούς μύλους,οι οποίοι τροφοδοτούνταν από δύο τουλάχιστον πηγές που υπήρχαν στους παρακείμενους λόφους. Οι μύλοι ήταν απλά μονόχωρα κτίσματα με κεραποσκεπή, και διέθεταν έναν υπέργειο χώρο για το άλεσμα των δημητριακών και έναν τοξωτό ημιυπόγειο, όπου βρισκόταν η οριζόντια φτερωτή που κινούσε τον αλεστικό μηχανισμό.

Δύο υδραύλακες, μήκους 25 και 60 μ., μετέφεραν στους μύλους, με φυσική ροή το νερό το οποίο οδηγούταν εν συνεχεία πτωτικά στους υπόγειους μηχανισμούς κίνησης μέσω εντοιχισμένων κτιστών αγωγών. Ο κατώτερος και καλύτερα διατηρημένος υδραύλακας στηρίζεται σε βάση με διαδοχικά τόξα  και φέρει στην άνω επιφάνειά του υδραγωγό διαμορφωμένο με σχιστόπλακες. Στο σημείο όπου ο υδραύλακας απολήγει στον δεύτερο μύλο, αποκτά βαθμιδωτή διαμόρφωση, ώστε να ελέγχεται η ροή του νερού.

Το συγκρότημα κατασκευάστηκε πιθανότατα κατά τον 19ο αιώνα, .σύμφωνα με τη μαρτυρία οθωμανικών νομισμάτων που βρέθηκαν στη θεμελίωση του κατώτερου υδραύλακα Ο ανώτερος μύλος επβίωσε, -στην τελική του μορφή ως πετρελαιοκίνητος, έως και τα μέσα του 20ου αιώνα.

* Τα κείμενα επιμελήθηκε η Εφορεία Αρχαιοτήτων Θεσπρωτίας

Ydromiloi

Ο αρχαιολογικός χώρος της Ντόλιανης βρίσκεται  σε χαμηλό ύψωμα στην όχθη του ποταμού Καλαμά, δυτικά του σύγχρονου οικισμού Γεροπλάτανος, στα όρια των Δήμων Ηγουμενίτσας και Φιλιατών. Ταυτίζεται πιθανότατα με την αρχαία Φανοτή, κέντρο του φύλου των Φανοτέων Θεσπρωτών από την εποχή της ίδρυσής της, στο β΄ μισό του 4ου αι. π.Χ., έως την κατάκτησή της από τους Ρωμαίους το 167 π.Χ. Η ακμή της τοποθετείται κατά την ελληνιστική περίοδο και η κατοίκησή της συνεχίζεται σχεδόν αδιάλειπτα έως τα νεότερα χρόνια.

Ο λόφος περιβάλλεται από διπλή ισοδομική οχύρωση, η οποία εξαιτίας της διαχρονικής κατοίκησης, έχει δεχτεί πολλαπλές επεμβάσεις. Η τοξωτή κύρια πύλη της οχύρωσης βρίσκεται στη βορειοανατολική πλευρά του εξωτερικού οχυρωματικού περιβόλου μεταξύ δύο ορθογώνιων πύργων, ενώ τρεις ακόμη πύλες υπήρχαν στον εσωτερικό οχυρωματικό περίβολο.

Κατά την υστεροκλασική και ελληνιστική περίοδο (4ος ~ 2ος αι. π.Χ.) ο οικισμός εκτείνεται κυρίως στην κορυφή του υψώματος εντός του εσωτερικού οχυρωματικού περιβόλου, όπου έχει έρθει στο φως τμήμα του αρχαίου πολεοδομικού ιστού με επάλληλες οικοδομικές φάσεις, έως την παλαιοχριστιανική περίοδο (6ος αι. μ.Χ.).

Μετά τον 10ο αιώνα., κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο, ένας μικρός κοιμητηριακός ναός κατασκευάζεται επάνω στον κατεστραμμένο δυτικό πύργο της κύριας πύλης της οχύρωσης και επαναχρησιμοποιείται το αρχαίο νεκροταφείο του οικισμού στους πρόποδες του απέναντι ανατολικού λόφου, μέχρι να μεταφερθεί τελικά στον περιβάλλοντα χώρο του ναού κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο. Την βυζαντινή περίοδο χρονολογείται επίσης ο πύργος που σώζεται στο ψηλότερο σημείο του υψώματος.

Μετά την οθωμανική κατάκτηση, ένα τετράπλευρο κτίριο με τοξωτά ανοίγματα, πιθανόν μουσουλμανικό τέμενος, κατασκευάζεται επάνω στον νοτιοανατολικό πύργο του εσωτερικού οχυρωματικού περιβόλου, ως τμήμα ενός ευρύτερου κτιριακού συγκροτήματος κοινόχρηστου χαρακτήρα. Την ίδια περίοδο η έκταση στην κορυφή του υψώματος καταλαμβάνεται από έναν μικρό αγροτοκτηνοτροφικό οικισμό, ο οποίος φαίνεται ότι εγκαταλείφθηκε σταδιακά μέχρι το τέλος της οθωμανικής περιόδου.

* Τα κείμενα επιμελήθηκε η Εφορεία Αρχαιοτήτων Θεσπρωτίας

Fanoti

Ο οικισμός του Βραχωνά βρίσκεται σε οροπέδιο που εκτείνεται κατά μήκος της κορυφογραμμής του όρους Βραχωνά στα νοτιοανατολικά του σύγχρονου οικισμού των Συβότων. Αποτελείται από περίπου 50 σπίτια, τα οποία διατηρούνται σήμερα σε ερειπιώδη κατάσταση. Τα σπίτια είναι πετρόκτιστα από μικρούς αδρά λαξευμένους λίθους της περιοχής, διώροφα με θολωτές κατασκευές στο ισόγειο και χρονολογούνται στον 18ο και 19ο αι. Το 1993 ο οικισμός, προκειμένου να προστατευτεί από νεότερες επεμβάσεις, κηρύχθηκε ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο (ΦΕΚ 752/Β/27.09.1993).

Braxonas

Ο οχυρωμένος οικισμός στο Πολυνέρι (παλαιότερα Κούτσι) βρίσκεται σε φυσικά οχυρή θέση στην ανατολική πλαγιά του όρους Βραχωνάς και σε σημείο το οποίο ελέγχει οπτικά την παραλιακή πεδιάδα της Πλαταριάς.

Δεν υπάρχουν καθόλου ιστορικά στοιχεία ή πηγές που να μας ενημερώνουν για την ιστορική εξέλιξη του οχυρωμένου οικισμού κατά την πάροδο των αιώνων. Η απαρχή του ορίζεται πιθανότατα κατά τον 4ο αι. π.Χ., όταν δημιουργούνται και οι περισσότεροι οικισμοί της Θεσπρωτίας. Ο οικισμός επιζεί κατά τους ελληνιστικούς χρόνους και φαίνεται να καταστρέφεται μαζί με τις υπόλοιπες ηπειρωτικές πόλεις, το 167 π.Χ., από τους Ρωμαίους.

Ο οικισμός έχει έκταση 55 περίπου στρέμματα και περιβάλλεται από ισχυρό πολυγωνικό τείχος στην ανατολική, σε τμήμα της δυτικής και στα βατά σημεία της βόρειας πλευράς του. Η κύρια πύλη του οικισμού βρίσκεται στα δυτικά και προστατεύεται με μία ισχυρή προβολή του τείχους.

Στη βορειοδυτική γωνία της αρχαίας οχύρωσης κατασκευάστηκε στους βυζαντινούς χρόνους μικρό οχυρό τριγωνικής κάτοψης. Κατά τους νεότερους χρόνους ο οικισμός επεκτείνεται και εκτός των αρχαίων τειχών. Λόγω ακριβώς της διαχρονικής κατοίκησης, ελάχιστα κατάλοιπα των αρχαίων χρόνων -με εξαίρεση την οχύρωση- έχουν διατηρηθεί στο εσωτερικό του.

Polyneri